Εργαστήρι

"the tide"  Piet Flour


μην σταματάς να λαξεύεις το άγαλμά σου

Πλωτίνος

Άρχισες δουλειά με το είναι σου

μικρός ακόμα

απαίδευτος

κι έπιασες να εργάζεσαι

πάνω στη πέτρα της ύπαρξης

με βλέμμα άδολο

με πνεύμα αμόλυντο

κι είχες για πρότυπό σου

μια αξόδευτη ψυχή

πώς να την προτυπώσεις

πώς να την αποδώσεις

ανάγλυφη

στερεωμένη

εύμορφη

απρόσμικτη


τις λέξεις έψαχνες

τα εργαλεία

διάβασες

μελέτησες

μόχθησες

ξενύχτησες πάνω

από ηρώων φωτιές

και ποιητών κραυγές

νύμφες χόρευαν

στο αρχαίο σου δάσος

και στάλαζαν οι ουρανοί

του κόσμου σου

οιμωγές Τιτάνων

και του Προμηθέα

το κοχλασμένο αίμα


απρόσιτος

θα πει κανείς

έγγλυφος

στο δώμα του εαυτού σου

όνειρος θεός

και δαιμόνων βλέμμα


αρπάχτηκες στου Χρόνου τις πόρπες

και αμάθητος που ήσουν

γκρεμίστηκες στα Τάρταρα

της ξιπασιάς σου

αλλά δεν έσβησες εκεί

ανάμεσα στις Άρπυιες

και στις Γραίες του Άδη

είχες στο νου σου

έν'άγαλμα

να φτιάξεις

με τα ίδια σου τα χέρια


ικέτεψες το Διόνυσο

κρασί ν'αρμέξει απ'τον παγκόσμιο πόνο

είχες μαζί σου την Εκάτη

κι αγνώριστος κυκλοφορούσες

νύχτες

στις ερημιές του νου…


σηκώθηκες

οι φλεγμονές σου

έχυναν πύο

τα μάτια σου

δάκρυζαν αίμα

κι όμως

σηκώθηκες


είχες ψυχή

ούρλιαζες

είχες μνήμη

και θυμήθηκες

είχες περπατησιά

και βάδισες

τη σκοτεινή ατραπό σου…


ορθώθηκες

έπιασες πάλι τη δουλειά

στο εργαστήρι του Ανθρώπου

ξανάρθες

αυτό το πρόπλασμα

σε περίμενε

ατελείωτο

λειψό

δεν είχες θάρρητα

να το κοιτάζεις

δεν είχες τόση ανάσα

για να το ζεστάνεις

κι όμως

σιγά σιγά

οι συλλαβές γυρίζαν

οι φθόγγοι

οι λέξεις

σχηματίζονταν ξανά

ερχόσουν πάλι

επέστρεφες


το φως που αρνήθηκες

εδώ είναι πάντα

δώσε στον κάθε χτύπο

του σφυριού

το χτύπο της καρδιάς σου

με το Αιώνιο συντονίσου

άλλο απ'αυτό δεν έχεις

αγάπησέ το!


Και το άγαλμα του είναι σου

ως το τέλος

Λάξευσέ το!


© 2025 Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε